Naar inhoud springen

ορδή

Uit WikiWoordenboek
  • Ontleend aan het Duitse Horde of het Franse horde.

ορδή v

  1. horde, bende, troep
    ««Κράτος, αστυνομία και νεοφασίστες συγκροτούν μέτωπο κατά της ορδής των παράνομων μεταναστών» γράφει η γερμανική εφημερίδα.[1]»
    "Staat, politie en neofascisten vormen de voorhoede tegen de horde van illegale immigranten" schrijft de Duitse krant.
  • Latijnse transcriptie: ordhí
  1. "Hamburger Abendblatt: «Η Αθήνα αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους»", Το Βήμα (14 augustus 2012).