ορδή
Uiterlijk
ορδή v
- horde, bende, troep
- ««Κράτος, αστυνομία και νεοφασίστες συγκροτούν μέτωπο κατά της ορδής των παράνομων μεταναστών» γράφει η γερμανική εφημερίδα.[1]»
- "Staat, politie en neofascisten vormen de voorhoede tegen de horde van illegale immigranten" schrijft de Duitse krant.
- ««Κράτος, αστυνομία και νεοφασίστες συγκροτούν μέτωπο κατά της ορδής των παράνομων μεταναστών» γράφει η γερμανική εφημερίδα.[1]»
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | ορδή | ορδές |
genitief | ορδής | ορδών |
accusatief | ορδή | ορδές |
vocatief | ορδή | ορδές |
- Latijnse transcriptie: ordhí
- ↑ "Hamburger Abendblatt: «Η Αθήνα αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους»", Το Βήμα (14 augustus 2012).