συμβατότητα
Uiterlijk
- IPA: /siɱ.va.ˈtɔ.ti.ta/
συμβατότητα v
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | συμβατότητα | συμβατότητες |
genitief | συμβατότητας | συμβατοτήτων |
accusatief | συμβατότητα | συμβατότητες |
vocatief | συμβατότητα | συμβατότητες |
- Latijnse transcriptie: symvatótita