διαδικτυακός
Uiterlijk
enkelvoud | |||
---|---|---|---|
m | v | o | |
nominatief | διαδικτυακός | διαδικτυακή | διαδικτυακό |
genitief | διαδικτυακού | διαδικτυακής | διαδικτυακού |
accusatief | διαδικτυακό | διαδικτυακή | διαδικτυακό |
vocatief | διαδικτυακέ | διαδικτυακή | διαδικτυακό |
meervoud | |||
nominatief | διαδικτυακοί | διαδικτυακές | διαδικτυακά |
genitief | διαδικτυακών | διαδικτυακών | διαδικτυακών |
accusatief | διαδικτυακούς | διαδικτυακές | διαδικτυακά |
vocatief | διαδικτυακοί | διαδικτυακές | διαδικτυακά |
διαδικτυακός
- te maken hebbend met het internet
- «διαδικτυακή επικοινωνία»
- communicatie via het internet
- «διαδικτυακός χώρος η ιστοχώρος»
- internetsite of webstek
- «διαδικτυακή επικοινωνία»
- Latijnse transcriptie: dhiadhiktiakós