Naar inhoud springen

διαδικτυακός

Uit WikiWoordenboek
enkelvoud
m v o
nominatief διαδικτυακός διαδικτυακή διαδικτυακό
genitief διαδικτυακού διαδικτυακής διαδικτυακού
accusatief διαδικτυακό διαδικτυακή διαδικτυακό
vocatief διαδικτυακέ διαδικτυακή διαδικτυακό
meervoud
nominatief διαδικτυακοί διαδικτυακές διαδικτυακά
genitief διαδικτυακών διαδικτυακών διαδικτυακών
accusatief διαδικτυακούς διαδικτυακές διαδικτυακά
vocatief διαδικτυακοί διαδικτυακές διαδικτυακά

διαδικτυακός

  1. te maken hebbend met het internet
    «διαδικτυακή επικοινωνία»
    communicatie via het internet
    «διαδικτυακός χώρος η ιστοχώρος»
    internetsite of webstek
  • Latijnse transcriptie: dhiadhiktiakós