Naar inhoud springen

πτόλεμος

Uit WikiWoordenboek
enkelvoud tweevoud meervoud
nominatief ὁ πτόλεμος τώ πτολέμω οἱ πτόλεμοι
genitief τοῦ πτολέμου τοῖν πτολέμοιν τῶν πτολέμων
datief τῷ πτολέμῳ τοῖν πτολέμοιν τοῖς πτολέμοις
accusatief τόν πτόλεμον τώ πτολέμω τούς πτολέμους
vocatief πτόλεμε πτολέμω πτόλεμοι

πτόλεμος m

  1. oorlog, strijd
    «Ἰδομενεῦ, πέρι μέν σε τίω Δαναῶν ταχυπώλων,
    Ἠμὲν ἐνὶ πτολέμῳ, ἠδ'ἀλλοίῳ ἐπὶ ἔργῳ,[1]»
    Idomeneus, ik eer jou boven alle Danaï met hun snelle paarden,
    zowel in oorlog als in iets anders.
  1. Ilias IV 257-8