παράταση
Uiterlijk
- Een geleerd woord, ontleend aan het Oudgriekse παράτασις. De sportbetekenis is ontleend aan het Franse prolongation.
παράταση v
- uitstel
- «Έπρεπε να πληρώσω αύριο το γραμμάτιο αλλά πήρα παράταση.»
- Ik moest de rekening morgen betalen maar ik heb uitstel gekregen.
- «Έπρεπε να πληρώσω αύριο το γραμμάτιο αλλά πήρα παράταση.»
- tijdspanne
- «Πρέπει να μαζέψω όλα τα χαρτιά κατά τη διάρκεια της παράτασης.»
- Ik moet alle papieren verzamelen van tijdens die tijdspanne.
- «Πρέπει να μαζέψω όλα τα χαρτιά κατά τη διάρκεια της παράτασης.»
- (sport) verlenging
- «Στο μπάσκετ, όταν υπάρχει ισοπαλία στην κανονική διάρκεια του αγώνα, οι αγώνες πηγαίνουν σε παράταση.»
- Wanneer er in het basketbal een gelijkstand is tijdens de gewone duur van het spel, worden er verlengingen gespeeld.
- «Στο μπάσκετ, όταν υπάρχει ισοπαλία στην κανονική διάρκεια του αγώνα, οι αγώνες πηγαίνουν σε παράταση.»
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | παράταση | παρατάσεις |
genitief | παράτασης, παρατάσεως | παρατάσεων |
accusatief | παράταση | παρατάσεις |
vocatief | παράταση | παρατάσεις |
- Latijnse transcriptie: parátasi