Naar inhoud springen

παράταση

Uit WikiWoordenboek

παράταση v

  1. uitstel
    «Έπρεπε να πληρώσω αύριο το γραμμάτιο αλλά πήρα παράταση
    Ik moest de rekening morgen betalen maar ik heb uitstel gekregen.
  2. tijdspanne
    «Πρέπει να μαζέψω όλα τα χαρτιά κατά τη διάρκεια της παράτασης
    Ik moet alle papieren verzamelen van tijdens die tijdspanne.
  3. (sport) verlenging
    «Στο μπάσκετ, όταν υπάρχει ισοπαλία στην κανονική διάρκεια του αγώνα, οι αγώνες πηγαίνουν σε παράταση
    Wanneer er in het basketbal een gelijkstand is tijdens de gewone duur van het spel, worden er verlengingen gespeeld.
  • Latijnse transcriptie: parátasi