ιπποπόταμος
Uiterlijk
ιπποπόταμος m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | ιπποπόταμος | ιπποπόταμοι |
genitief | ιπποπόταμου | ιπποπόταμων |
accusatief | ιπποπόταμο | ιπποπόταμους |
vocatief | ιπποπόταμε | ιπποπόταμοι |
ιπποπόταμος m
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | ιπποπόταμος | ιπποπόταμοι |
genitief | ιπποπόταμου | ιπποπόταμων |
accusatief | ιπποπόταμο | ιπποπόταμους |
vocatief | ιπποπόταμε | ιπποπόταμοι |