διαφήμιση
Uiterlijk
- IPA: /ðiaˈfimisi/
διαφήμιση v
enkelvoud | meervoud | |
---|---|---|
nominatief | διαφήμιση | διαφημίσεις |
genitief | διαφήμισης, διαφημίσεως | διαφημίσεων |
accusatief | διαφήμιση | διαφημίσεις |
vocatief | διαφήμιση | διαφημίσεις |
- Latijnse transcriptie: diafímisi