Naar inhoud springen

δημόσιος

Uit WikiWoordenboek
  • IPA: ðim'osios
enkelvoud
m v o
nominatief δημόσιος δημόσια δημόσιο
genitief δημόσιου δημόσιας δημόσιου
accusatief δημόσιο δημόσια δημόσιο
vocatief δημόσιε δημόσια δημόσιο
meervoud
nominatief δημόσιοι δημόσιες δημόσια
genitief δημόσιων δημόσιων δημόσιων
accusatief δημόσιους δημόσιες δημόσια
vocatief δημόσιοι δημόσιες δημόσια

δημόσιος

  1. publiek, openbaar
    «Δημόσια ζωή.»
    Het openbare leven.