Naar inhoud springen

άδειος

Uit WikiWoordenboek
  • IPA: ˈa.ðʝɔs m, ˈa.ðʝa v, ˈa.ðʝɔ o
enkelvoud
m v o
nominatief άδειος άδεια άδειο
genitief άδειου άδειας άδειου
accusatief άδειο άδεια άδειο
vocatief άδειε άδεια άδειο
meervoud
nominatief άδειοι άδειες άδεια
genitief άδειων άδειων άδειων
accusatief άδειους άδειες άδεια
vocatief άδειοι άδειες άδεια

άδειος

  1. leeg